Στις 24 Ιουνίου 2017, η Διοίκηση και οι εργαζόμενοι του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Σύρου, σε συνεργασία με τον Πλοίαρχο Εμπορικού Ναυτικού κο Μανώλη Ζώρζο, σκάλισαν τις μνήμες των Συριανών, πραγματοποιώντας Έκθεση πιστών αντιγράφων των σκαριών που ναυπηγούσαν οι παλιοί καραβομαραγκοί, στους Ταρσανάδες της Σύρου, με τίτλο «Παραδοσιακή Ναυπηγοξυλουργική Τέχνη Αιγαίου».
Τα πιστά αντίγραφα των σκαριών, έχει κατασκευάσει ο Μανώλης Ζώρζος, ο οποίος μετά τη συνταξιοδότησή του από τα καράβια, αφιέρωσε πολύτιμο χρόνο για να κατασκευάσει με πράγματι πολύ μεράκι, σκαριά, μέσα από τα οποία φαίνονται όλες οι λεπτομέρειες της σημαντικής τέχνης του καραβομαραγκού αλλά και το μεγαλείο και η δόξα της εποχής που ήκμαζε η ναυπηγοξυλουργική στους Ταρσανάδες της Σύρου.
Με πολύ σεβασμό στην ιστορία και στον κο Μανώλη Ζώρζο, χάρις στον οποίο αναδείχθηκε η τέχνη της ναυπηγοξυλουργικής, έγιναν τα εγκαίνια της έκθεσης στην αίθουσα τέχνης Γιάννη και Ελένης Βάτη, η διάρκεια της οποίας ήταν από 24 Ιουνίου έως 4 Ιουλίου 2017.
Ευχαριστούμε τον «καλλιτέχνη ναυπηγοξυλουργό» κο Μανώλη Ζώρζο, για το πολύτιμο και μοναδικό υλικό που εξέθεσε, τον κο Νίκο Πονηρό που επιμελήθηκε το στήσιμο της έκθεσης καθώς και τον κο Δημήτρη Βαμβακούση που επιμελήθηκε τον φωτισμό.
Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα από την παρουσίαση του Προέδρου του ΔΛΤ Σύρου, Δημήτρη Κοσμά, στο οποίο αναφέρεται η ιστορία των Ταρσανάδων και της Ναυπηγοξυλουργικής στη Σύρο:
Η Σύρος δεν ήταν μόνο ένα από τα σημαντικότερα μέρη που ξεκίνησε η ακτοπλοΐα αλλά και ένα από τα σημαντικότερα μέρη που άνθησε η Ναυπηγική των Καραβομαραγκών. Μια ιστορία που σήμερα χάνεται και ξεχνιέται, στα έρημα πια του Καρνάγιου και του Ταρσανά της Σύρου, που όμως κάποτε ήταν από τις σημαντικότερες της Μεσογείου.
Ο Ταρσανάς ή Αρσανάς η Καρναγιο ή Καρενάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας βυζαντινοτουρκικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται κυρίως μικρές ναυπηγικές μονάδες και νεώρια στα οποία ανελκύονται μικρά σκάφη συνήθως αλιευτικά και λέμβοι για καθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς αλλά και φύλαξη. Με την πάροδο του χρόνου, οι παραπάνω χώροι, από μικροεπισκευαστικές ζώνες μετατράπηκαν σε χώρους ναυπηγικής τέχνης, τόσο παλιά όσο κι ο κόσμος, άκμασε στη Σύρο από τα χρόνια των πρώτων κάτοικων που ήρθαν ως μετανάστες η πρόσφυγες στο νησί. Ο λόγος ήταν απλός Οι άνθρωποι αυτή ήταν κλασικοί καραβομαραγκοί και στα μέρη που είχαν ζήσει, Σάμο, Χίο, Ψαρά, τις Κυδωνίες, τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία. Στην Σύρο λοιπόν η τέχνη αυτή αναγεννήθηκε βασικώς ως αναγκαιότητα τον 18ο αιώνα. Οι νησιώτες, αρνούμενοι για αιώνες τη θάλασσα από το φόβο των πειρατών και το δέος του αγνώστου, ξαναεπιστρέφουν και αφήνονται στην κουβαλήτρα περιπέτειά της.
Η ξυλοναυπηγική είναι μια τέχνη που κρατά από την ίδρυση περίπου της Ερμούπολης, όταν μετά την επανάσταση του 1821, η Σύρος έγινε το κύριο εμπορικό κέντρο της Ελλάδας με τα πιο δραστήρια ναυπηγεία. Λίγα χρόνια πριν από το 1830, μερικοί από τους καινούργιους κατοίκους του νησιού άνοιξαν τα πρώτα ναυπηγεία. Στη δεκαετία του 1830-1840 η ναυπηγική τέχνη στη Σύρο αναπτύχθηκε ραγδαία, εξαιτίας της άνθισης των νέων εμπορικών δραστηριοτήτων.
Από το 1827 μέχρι το 1834 ναυπηγήθηκαν στη Σύρο πάνω από 260 πλοία. Η ζωτικότητα του νησιού ήταν τέτοια, που σε περίοδο 50 χρόνων (1834-1880) είχαν εγγραφεί στο νηολόγιό του 5.600 πλοία περίπου, τα περισσότερα τοπικής κατασκευής. Τα πλοία αυτά είχαν 20.000 περίπου άνδρες ως πληρώματα, απ’ όλη την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, αν υπολογίσουμε το προσωπικό τους σε 8 άτομα, κατά μέσον όρο.
Έτσι, στα 1850, από το σύνολο των 7.650 ατόμων που αποτελούσαν τον πληθυσμό της Ερμούπολης, τα 1.000 απασχολούνταν στα ναυπηγεία. Εκεί επίσης εργάζονταν και εργάτες προερχόμενοι από τα γύρω νησιά. Χαρακτηριστικό των εργατών αυτών ήταν ότι παρείχαν εξειδικευμένη εργασία: Σιδηρουργοί, ξυλέμποροι, καλαφάτες, πριονιστές, αρμαδούροι, κατασκευαστές μακαράδων, σχοινιών, ξοάνων, καραβόπανων, αλλά και των διαφόρων εξαρτημάτων των πλοίων (πυξίδες, φανοί, σημαίες κλπ).
Μέχρι το 1880, η ναυτική ανάπτυξη της Σύρου ήταν αφάνταστα μεγάλη και της προσέδωσε διεθνή ακτινοβολία, ενώ στην Ελλάδα πασίγνωστα ήταν τα τρεχαντήρια, τα περάματα και λίγο αργότερα τα ατμόπλοια της. Ήταν το πρώτο λιμάνι της Ελλάδας, όπου κατασκευάστηκαν τα 8/10 των πλοίων της ιστιοφόρου ναυτιλίας, κατάμεστο από μεγάλα και μικρά ιστιοφόρα πλοία, που σχημάτιζαν πολλές φορές δυο σειρές στην παραλία. Οι δε ιστοί και οι σημαίες τους σχημάτιζαν πραγματικό δάσος.
Τα πρώτα σημάδια παρακμής της ξυλοναυπηγικής στη Σύρο εμφανίστηκαν στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η Σύρος έπαψε πια να αποτελεί το πρώτο λιμάνι τα χώρας και τα ξύλινα ιστιοφόρα έχαναν διαρκώς έδαφος ως προς την ανταγωνιστικότητά τους με τα ατμοκίνητα ξύλινα και στη συνέχεια σιδερένια σκάφη. Παρ’ ότι στα 1850 και 1853 έγιναν οι πρώτες απόπειρες μετασκευής και ναυπήγησης ξύλινων ατμόπλοιων και το 1893 κατασκευάστηκε το πρώτο σιδερένιο, ο τεχνικός εκσυγχρονισμός όχι μόνο δεν εδραιώθηκε στα ναυπηγεία του νησιού, αλλά αντίθετα ο αριθμός των πλοίων που κατασκευάζονταν άρχισε να μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Η παρακμή της ξυλοναυπηγικής συνεχίστηκε σταδιακά ως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πραγματικός μαρασμός, όμως, άρχισε μετά τον πόλεμο για να καταλήξουμε στις μέρες μας στην επιβίωση μικρών ναυπηγείων, όπου πραγματοποιούνται, κατά κύριο λόγο, επισκευαστικές εργασίες. Έτσι, δυστυχώς, η τέχνη της παραδοσιακής ναυπηγικής σιγά-σιγά εξαφανίζεται και μαζί της χάνονται και τα τελευταία της δείγματα.
Ο ταρσανάς ήταν ένας χώρος με τους δικούς του κώδικες, τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας με τους καημούς του, τους πόνους του, το μεγαλείο του, τους εξευτελισμούς του, τις φοβέρες και τις χαρές του. Στον ταρσανά διδασκόταν η υπευθυνότητα του τεχνίτη. Κι αυτοί οι καραβοτεχνίτες υπήρξαν από τους πιο υπεύθυνους ανθρώπους που γεννιούνται στη γη. Σήκωναν την ευθύνη της ζωής και του θανάτου, τη δοκιμασία της θάλασσας που περίμενε να κρίνει την αντοχή των σκαριών τους, περνώντας τα από σαράντα κύματα. Και τότε βοηθός είναι ο Θεός, μαζί με τα ξόρκια του κακού. Οι ναυπηγοί ήταν προληπτικοί. Όταν σκάρωναν την καρίνα και τα ποδοστάματα, έπρεπε να καρφωθεί ένας πάσσαλος κόντρα στο πλωριό ποδόσταμο, για να συγκρατεί τον σκελετό. Αυτός που κάρφωνε τον πάσσαλο έπρεπε να έχει τον ήλιο καταπρόσωπο, να μην του ρίχνει τη σκιά του. Θεωρούνταν μεγάλη κακοσημαδιά να καρφώσει τον ίσκιο του στο σκαρωμένο σκάφος. Ποτέ δεν πήγε καλά το καΐκι μ έναν καρφωμένο ίσκιο ανθρώπου κατάπλωρα. Όταν βούλιαζαν περισσότερα από δύο καΐκια του ίδιου πρωτομάστορα λέγανε πως είχε φαρμακωμένο σκεπάρνι, γι αυτό στο επόμενο σκαρί του, την πρώτη σκεπαρνιά την έριχνε άλλος, γουρλής πρωτομάστορας. Οι μαστόροι βλαστημούσανε άγρια την ώρα της αναποδιάς. Τη μόνη βλαστήμια που δεν ξεστόμιζαν ποτέ ήταν το «άντε πνίξου». Αυτή η κατάρα δεν ξεστομίζεται ποτέ στα θαλασσοχώρια.
Η δουλειά στον ταρσανά ήταν σκληρή και βαριά. Μόχθος και πόνος το χειροπρίονα, η σκεπαρνιά, το ροκάνι, το σκυφτό πελέκημα πάνω από τον μούρσο. Ο ταρσανάς ήταν η καραβάνα που έθρεψε τον κοσμάκη ως τη δεκαετία του 1960. Το καταφύγιο ενός εργατικού λαού, που συνέθετε μια αλυσίδα επαγγελμάτων με βασικές αλληλεξαρτήσεις. Υλοτόμοι, μουλαράδες, μπαλτατζήδες, καραβομαραγκοί, καραβοκύρηδες, καπεταναίοι, ψαράδες, καϊκτσήδες, καλφάδες, έμποροι. Αιώνες αυτός ο σύνδεσμος επαγγελμάτων χάριζε μια ζωτική κινητικότητα στο νησί, διαμορφώνοντας την ιδιαίτερη τοπική ιστορία και οικονομία. Τα σκάφη που τελείωναν στον ταρσανά επανδρώνονταν συνήθως από τους ίδιους τους καραβομαραγκούς, που ήταν συγχρόνως μαστόροι και ναυτικοί.
Τα περισσότερα σκαριά που ναυπηγήθηκαν στους ταρσανάδες της Σύρου ήταν τρεχαντήρια, περάματα, καραβόσκαρα, βαρκαλάδες και ανεμότρατες. Απ την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο, η κυριαρχία των μεγάλων ξύλινων σκαφών ξεπέφτει. Ένα ένα τα μεγάλα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά εξαφανίζονται. Οι ταρσανάδες ως τη δεκαετία του 1960 επιβιώνουν με παραγγελίες ψαράδικων, τρεχαντηριών, τρατών, με μπότηδες και βάρκες. Η δόξα του ταρσανά κρατάει λίγο ακόμα. Μικρά κομψά καΐκια πέφτουν στη θάλασσα ως τη δεκαετία του 1970. Η καθέλκυση του τελειωμένου σκαριού είναι η πραγματική δόξα και γιορτή του ταρσανά. Τα «γκτήματα», απ το σκουντώ, σήμαιναν εκτός από το βάφτισμα της καθέλκυσης, πράξη και τελετή εξαγνισμού και μισεμού, με τις ψαλμωδίες, τις ευχές του αγιασμού, τα μουσικά όργανα, το γλέντι του ναυτόκοσμου. Το τελειωμένο σκάφος πάνω στα βάζια, με τα στρωμένα φαλάγγια στο πέρασμά του, τα σόκορα δεμένα πάνω του κι όλα στη θέση τους σφήνες, τάκοι, καραμάνια και χέρια, πολλά χέρια. Κύριο πρόσταγμα το «λάσκα» και «βίρα». «Νέτα» και «αγάντα». «Ίσα» και «κάργα». «Δώσε ντάνο», «μάινα» και «βάρδα». Και η τελευταία προσταγή, «φόρα βόλτα». Το σόκορο λύνεται. Το σκάφος χύνεται σαν χέλι στη θάλασσα. Λένε πως την ώρα που γλιστράει κάνει ένα περίεργο τρίξιμο. Είναι το μήνυμα του σκαριού στον πρωτομάστορά του. Του λέει «δεν σ έχω ανάγκη πια. Λευτερώθηκα από τα χέρια σου. Ανήκω στη θάλασσα. Βρήκα τον προορισμό μου». Το καΐκι είναι πια ζωντανή ύπαρξη, με θέση ανάμεσα στα θαλασσινά πλάσματα. Απόκτησε υπόσταση και ψυχή. Μ αυτόν τον τρόπο έπεσαν αναρίθμητα σκαριά από τους ταρσανάδες της Σάμου, που το καθένα μαρτυρούσε με την αρμονία των γραμμών του την ξεχωριστή προσωπικότητα του μάστορά του. Είχε την αμίλητη φωνή που διαλαλούσε τη χάρη, το μεράκι και την καλλιτεχνική ευαισθησία του ασπούδαχτου τεχνίτη που το έχτισε.